- γοργά
- επίρρ. быстро, проворно, стремительно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γοργά — γοργός grim neut nom/voc/acc pl γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc/acc dual γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόργᾳ — Γόργαι , Γόργη fem nom/voc pl Γόργᾱͅ , Γόργη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργά — Γοργάς sea nymphs fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργάς — γοργά̱ς , γοργός grim fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γοργοεπήκοος — η (Μ Γοργοεπήκοος) (επίθ. τής Παναγίας) που εισακούει γρήγορα τις δεήσεις τών πιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. γοργά + επακούω] … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… … Dictionary of Greek
εντρεχής — ἐντρεχής, ές (AM) 1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές η εντρέχεια. επίρρ... έντρεχώς με επιδέξιο τρόπο, γοργά … Dictionary of Greek